μελησίμβροτος

μελησίμβροτος
μελησίμβροτος, -ον (Α)
1. αυτός που προκαλεί το ενδιαφέρον και την αγάπη τών ανθρώπων
2. αυτός που τιμάται από τους ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλησις + -μβροτος (< βροτός «θνητός» < αμάρτυρο *μροτός) σύνθετο τού τύπου τερψίμβροτος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μελησίμβροτον — μελησίμβροτος an object of care masc/fem acc sg μελησίμβροτος an object of care neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελησιμβρότων — μελησίμβροτος an object of care masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”