- μελησίμβροτος
- μελησίμβροτος, -ον (Α)1. αυτός που προκαλεί το ενδιαφέρον και την αγάπη τών ανθρώπων2. αυτός που τιμάται από τους ανθρώπους.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλησις + -μβροτος (< βροτός «θνητός» < αμάρτυρο *μροτός) σύνθετο τού τύπου τερψίμβροτος*].
Dictionary of Greek. 2013.